suspeitar - ορισμός. Τι είναι το suspeitar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι suspeitar - ορισμός


Suspeitar      
v. t.
Têr suspeita de.
Conjecturar; suppor, com mais ou menos probabilidade.
V. i.
Têr desconfiança.
Fazer supposição.
(Do lat. "suspectare")
suspeitar      
(lat suspectare) vtd
1 Lançar suspeita sobre; ter suspeita de: Ninguém o suspeitou. vti
2 Julgar ou supor mal de alguém ou de alguma coisa: Suspeitar de alguém ou de alguma coisa. vtd
3 Conjeturar, imaginar, julgar, supor com dados mais ou menos seguros: Suspeitou que o observavam. vtd
4 Imputar por suspeitas alguma qualidade a (alguém): Suspeitaram-no capaz. Suspeitaram-no de covarde. vtd
5 Deixar entrever; fazer supor: A sua apreensão talvez suspeitasse alguma desgraça. vtd
6 Pressentir: Já suspeitava o desenlace. vpr
7 Desconfiar-se, imaginar-se, julgar-se, supor-se: ''...pode suspeitar-se facilmente, que o coração pressago nunca mente'' (Luís de Camões).
suspeita         
FILME DE 1941 DIRIGIDO POR ALFRED HITCHCOCK
Suspicion; Suspeita (filme de 1941)
sf (lat suspecta)
1 Desconfiança baseada em fracas provas.
2 Idéia vaga, simples conjetura, suposição.